κολαστης

κολαστης
    κολαστής
    -οῦ ὅ каратель
    

(τῶν ὑπερκόμπων - v. l. ὑπερκόπων - φρονημάτων Aesch.; τῶν ἁμαρτανόντων Plat.; τῶν ἀδικούντων Lys.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κολαστης" в других словарях:

  • κολαστής — chastiser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστής — ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) [κολάζω] 1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.) 2. βασανιστής νεοελλ. αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα …   Dictionary of Greek

  • κολασταῖς — κολαστής chastiser masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασταί — κολαστής chastiser masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστοῦ — κολαστής chastiser masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστῆ — κολαστής chastiser masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστῇ — κολαστής chastiser masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστήν — κολαστής chastiser masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστῶν — κολαστής chastiser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστά — κολαστά̱ , κολαστής chastiser masc nom/voc/acc dual κολαστής chastiser masc voc sg κολαστής chastiser masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστάς — κολαστά̱ς , κολαστής chastiser masc acc pl κολαστά̱ς , κολαστής chastiser masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»